προωθητήρας

προωθητήρας
ο, Ν
τεχνολ. χωματοσκαπτική μηχανή που αποτελείται από αλυσοφόρο ή από τροχοφόρο ελκυστήρα με ελαστικά και από μεταλλική ασπίδα προσαρμοσμένη στο πρόσθιο μέρος, η οποία χρησιμεύει για την εκσκαφή και τη μετατόπιση τού χώματος με την κίνηση τού μηχανήματος σε μικρές αποστάσεις, για την ισοπέδωση, την κατασκευή αναχωμάτων, την κάλυψη τάφρων κ.ά. εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προωθώ + επίθημα -τήρας (πρβλ. κινη-τήρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • στροβέλικα — η, Ν (αεροναυτ.) προωθητήρας αεροσκαφών που αποτελείται από αεριοστρόβιλο ο οποίος δίνει κίνηση σε μια ή περισσότερες έλικες με τη βοήθεια ενός υποπολλαπλασιαστή στροφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος + έλικα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”